-
1 замазка
1. (действие) το στοκάρισμα 2. (вещество) о στόκ/ος (ξεν.)разравни-вать - у απλώνω το - о ставить на - е τοποθετώ/αρμόζω με - овлагоустойчивая - ανθεκτικός στην υγρασία, υδατοστεγής -смоляная - ρητίνης/ρετσίναςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > замазка
-
2 труба
1. тех. о σωλήν/αςο αγωγέαςводопроводная - ο υδροσω-λήνας, ο υδραγωγόςдейдвудная - мор. η χοάνη του ελικοφόρου άξοναжаровая - (парового котла) о φλογαυλός, ο φλο-γοσωλήνας- μέτρησηςкормовая - πρυμνιός/πρυμναίος -переговорная - επικοινωνίας, φων(ο)αγωγός -ребристая - πτερυγοφόρος -, ο αυλός με πτερύγιαсварная - συγκολλημένος -, συγκολλητός -2. муз. η σάλπιγγα 3. (дымовая) ο/η καπνοδόχος, το φουγάρο (ξεν.), η καμινάδα 4. анат. η σάλ-πιγξ, η σάλπιγγα 5. (подзорная) το ματοκυάλι, το κα(ν)νοκιάλι, η διόπτρα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > труба